θαλασσοπόρφυρος

θαλασσοπόρφυρος
θαλασσοπόρφυρος, -ον (Α)
αλιπόρφυρος*. αυτός που έχει το χρώμα τής πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο-* + πορφυρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θαλασσοπόρφυρα — θαλασσοπόρφυρος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • ԾՈՎԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 1024 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 13c ա. Ունօղ զգոյն ծովու. կանաչ, եւ կապուտակ երկնագոյն. եւս եւ ըստ ցոլացման արեւու՝ մանուշակագոյն, ծիրանագոյն. կամ ʼի գոյն ծովու ծիրանւոյ. իբր θαλασσοπόρφυρος purpureus. *այր մի զգեցեալ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”